ἀκουσίων

ἀκουσίων
ἄκουσις
hearing
fem gen pl (epic doric ionic aeolic)
ἀ̱κουσίων , ἀεκούσιος
against the will
masc/fem/neut gen pl (attic)
ἀκούσιος
against the will
masc/fem/neut gen pl
ἀκούω
hear
fut part act masc nom sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • невольныи — (79) пр. 1.Лишенный желаний, не обладающий волей: си ѹбо. хс҃вѣ дъвѣ ѥстьствѣ чьтѹть. и ѥдинъ съставъ. невольнѹ же и недѣтельнѹ. мысльно д҃шевьнѹю г҃ню плъть проповѣдающе быти. (ἀϑέλητον) КЕ XII, 273а. 2. Непреднамеренный, совершенный без умысла …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ψυχανάλυση — Σύστημα μεθόδων για τη διερεύνηση της ψυχικής ζωής, που μελετούν την ασυνείδητη σημασία λόγων, πράξεων, προϊόντων της φαντασίας (ονείρων, παραληρημάτων) ενός υποκειμένου. Με τον όρο ψ. χαρακτηρίζεται επίσης η ψυχοθεραπευτική μέθοδος, που… …   Dictionary of Greek

  • ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή …   Dictionary of Greek

  • μνήμη — Όρος που υποδηλώνει τη χαρακτηριστική ιδιότητα του ανθρώπου και των ζώων να διατηρούν ίχνη (παραστάσεις) των εμπειριών τους. Γι’ αυτό η μ. εμπλέκεται στη διαδικασία της μάθησης. Η δραστηριότητα της μ. εξελίσσεται σε φάσεις που διαδέχονται η μια… …   Dictionary of Greek

  • ναρκοσύνθεση — η (ψυχιατρ.) η χρησιμοποίηση τής εξαφάνισης τών εκούσιων ή ακούσιων ψυχικών αναστολών και τής ελευθέρωσης ιδεών και αισθημάτων, οι οποίες επιτυγχάνονται με την ναρκοανάλυση*, για θεραπευτικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”